- επιτιτρώσκω
- ἐπιτιτρώσκω (Α)τραυματίζω, πληγώνω επιφανειακά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τιτρώσκω «τραυματίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπετιτρώσκοντο — ἐπιτιτρώσκω imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετρώθη — ἐπιτιτρώσκω aor ind pass 3rd sg πετρόω turn into stone aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτετρωμένη — ἐπιτιτρώσκω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτιτρώσκειν — ἐπιτιτρώσκω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτρωσαν — ἐπιτιτρώσκω aor ind act 3rd pl πετρόω turn into stone aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεπέτρωσε — ἐκ ἐπιτιτρώσκω aor ind act 3rd sg ἐκ πετρόω turn into stone aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)